- τρίπωλος
- τρί-πωλος, ον,A of or with three horses,
ἅρματα D.H.7.73
; τ. ἅρμα δαιμόνων . . καλλιζυγές, of the three goddesses on Mount Ida, E.Andr.277 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅρματα D.H.7.73
; τ. ἅρμα δαιμόνων . . καλλιζυγές, of the three goddesses on Mount Ida, E.Andr.277 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίπωλος — ον, Α (για άρμα ή άλλο όχημα) αυτός που σύρεται από τρία άλογα («ἅρματα τρίπωλα», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πῶλος (πρβλ. ἑξά πωλος)] … Dictionary of Greek
τρίπωλον — τρίπωλος of masc/fem acc sg τρίπωλος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπωλα — τρίπωλος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)